Σημασία

Μέχρι σήμερα, το ενεργειακό μίγμα της Ελλάδας εξαρτάται κυρίως από τις λιγνιτικές ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες, οι οποίες παράγουν άνω του 50% της συνολικά παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ σχεδόν το 40% της παραγόμενης ενέργειας καταναλώνεται για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών του τριτογενούς τομέα. Σημαντική είναι και η συνεισφορά των υπόλοιπων ορυκτών καυσίμων (πετρέλαιο, φυσικό αέριο), ενώ η συνολική συνεισφορά των ΑΠΕ δεν ξεπερνάει ούτε το 3%.

Οι σημερινές συγκυρίες και οι πολιτικές αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν δημιουργήσει ένα νέο ενεργειακό πεδίο, εντός του οποίου θα πρέπει να κινηθεί κάθε εθνική στρατηγική ή ιδιωτική επενδυτική πρωτοβουλία. Ως προς το πρώτο, η Ελλάδα έχει δεσμευτεί για μείωση κατά 8% των εκπομπών αερίων και ταυτόχρονα πρέπει το 20,1% της συνολικής παραγωγής ενέργειας να είναι από ΑΠΕ (Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας) μέχρι το 2020, ενώ για την εξοικονόμηση ενέργειας στις μεταφορές ο σχετικός Οδικός Χάρτης προτείνει μείωση κατανάλωσης καυσίμου κατά 70% έως το 2050 (έτος βάσης 2009). Επιπρόσθετα, οδηγία και για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων, η οποία εναρμονίστηκε στην Ελληνική Νομοθεσία, με συγκεκριμένα μέτρα για τη μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης. Οι εκπομπές CO2 είναι επίσης σημαντικές στην Ελλάδα, με μελλοντικό στόχο για το 2050 η μείωση τους κατά 80%.

Επιπρόσθετα και λαμβάνοντας υπόψη ότι 273 εκατομμύρια επιβατικά αυτοκίνητα προβλέπεται ότι θα κυκλοφορούν στην Ευρώπη το 2050, η επίτευξη του στόχου που έχει τεθεί θα είναι ανέφικτη αν οι εκπομπές του τομέα των οδικών μεταφορών δεν μειωθούν σε ποσοστό ίσο με 95%. Αυτό πρακτικά απαιτεί τη σχεδόν αποσύνδεση των οδικών μεταφορών από την οικονομία των ορυκτών καυσίμων. Τα προαναφερθέντα στοιχεία θέτουν ως πρωτεύοντα στόχο την άμεση και ριζική αλλαγή της υπάρχουσας τεχνολογίας των συμβατικών οχημάτων και την ευρύτερη διάδοση της ηλεκτροκίνησης και την εκμετάλλευση των δυνατοτήτων των ηλεκτροκινητήρων.

Οι ερευνητικές δραστηριότητες όλων των Ινστιτούτων του ΕΚΕΤΑ, από την επιλογή κατάλληλων πρώτων υλών, την παραγωγή μέχρι και τη διάθεση/διαχείριση πράσινης ενέργειας, θα συμβάλει σημαντικά στην εξοικονόμηση εθνικού ορυκτού καυσίμου, ενώ η Ελλάδα θα καταφέρει να μετριάσει σε σημαντικό βαθμό τις ενεργειακές της εξαρτήσεις από τρίτες χώρες, ενισχύοντας ταυτόχρονα την εθνική οικονομία.